- ξηροφυτικός
- η , ό[ν] засухоустойчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηροφυτικός — ή, ό [ξηρόφυτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ξηρόφυτα 2. αυτός που έχει τις ιδιότητες τών ξηρών καρπών … Dictionary of Greek